Το τσαρούχι, ως είδος και όνομα, έχει τουρκική προέλευση. Στα χρόνια της τουρκοκρατίας και πολύ αργότερα, υπήρχαν τα τσαρουχάδικα, τα οποία πουλούσαν τσαρούχια που κατασκεύαζαν οι τσαρουχάδες.
Τσαρούχια, δεν φορούσαν μόνον οι άντρες, αλλά και οι γυναίκες και τα παιδιά. Ήσαν, τότε, τα καθιερωμένα χειροποίητα υποδήματα, προτού τα εκτοπίσουν τα μετέπειτα, ευρωπαϊκά.
Εκείνον τον καιρό, εκτός από τα καλά τσαρούχια, καθημερινά και γιορτινά, έφτιαχναν και άλλα από ευτελέστερα δέρματα, αλλά πολύ ανθεκτικά, που τα φορούσαν στις αγροτικές και ποιμενικές ασχολίες, αλλά και στις πεζοπορίες. Τα έλεγαν γουρνοτσάρουχα, διότι η πρώτη ύλη, ήταν το δέρμα του γουρουνιού. Ήσαν μυτερά, χωρίς φούντα και προστάτευαν τα πόδια από τα αγκάθια και τις κοφτερές πέτρες.
Από το προσηγορικό όνομα τσαρουχάς, προέκυψαν τα επώνυμα: Τσαρούχης, Τσαρούχας και Τσαρουχάς, Τσαρουχόπουλος και Τσαρουχίδης…
Απόσπασμα από προικοσύμφωνο του έτους 1780: «Ο τάδες έδωσε στην κόρη του προίκα, πέντε στρέμματα αμπέλια, ένα βαγένι, δύο φουστανέλες, τρία φέσια, τρία ζευγάρια τσαρούχια αρβανίτικα, αφόρεστα…».
Στίχοι από λαϊκά τραγούδια:
* Να σας το κρύψω δεν μπορώ / πολύ πολύ μ’ αρέσει / την φουστανέλα να φορώ / τσαρούχι, φούντα φέσι.
* Βλαχούλα εροβόλαγε, από ψηλή ραχούλα / φέρνει τη ρόκα φουντωτή, τ’ αδράχτι της γεμάτο / σέρνουν τα πόδια της δροσιά και τα μαλλιά της μόσχο / σέρνουν και τα τσαρούχια της, του Μάη τα λουλούδια.
* Τα τσαρούχια του στο φράχτη / τα σκαλτσούνια του στη στάχτη / κι η γυναίκα με τη νάκα / πάει στη μεγάλη λάκα (σκαλτσούνια=κάλτσες).
* Περπάτα Κατερίνα, κάνε γρήγορα / δεν μπορώ Παναγιώτη, τι ‘μαι ξυπόλυτη / και τα τσαρούχια βγάνει και της τα φορεί / τότε να ιδείς πιλάλα και περπάτημα / πώς απηδάει τα σπάρτα και τα σφάλαθρα (φράχτες).
* Πο, πο, πο, ευζωνικό / τι καμάρι ελληνικό / φέσι, τσαρούχι και μουστάκι τσιγκελωτό, πο, πο!
* Στα τσαρούχια μου, είχα φούντες / κι όλο γύρναγα, στις στρούγκες.
Χρυσόστομος Κριμπάς
Ποιητής