Η κάπα (καπότα) του τσομπάνη.


Γνωστή στον τόπο μας και με τις ονομασίες καπότα και τσούκνα, ήταν (γ)νεσμένη από κοζά*[ ΜΑΛΛΙ ΑΠΟ ΓΙΔΙΑ..] και υφασμένη στον αργαλειό.
Απαραίτητο και το πλύσιμο στη νεροτριβή μετά την ύφανση, για δύο λόγους: να κλείσουν οι πόροι και να φουντώσει το τρίχωμα.

Το κλείσιμο των πόρων την έκανε αδιαπέραστη από το κρύο, ενώ το φουντωμένο τρίχωμα την έκανε αδιάβροχη/ημιαδιάβροχη. Με το ίδιο υλικό ύφαιναν και το σάσμα* (ή σάισμα).
Ήταν χειμερινό ένδυμα η καπότα και κάλυπτε τον τσοπάνη αρκετά κάτω από το γόνατο. Μπορούμε να το φανταστούμε σαν σημερινό παλτό με κουκούλα, αλλά πολύ πιο χοντρό. Το πάχος της έφτανε το ένα με ενάμισι εκατοστό και είχε αρκετό βάρος. Γι’ αυτό και πολλές φορές τυλίγονταν σε κάποιο απάγκιο του βουνού μ’ αυτή και κοιμόντουσαν, χωρίς ν’ «ακούνε» κρύο.
Παρόμοιο, αλλά ημιεπίσημο ανδρικό ένδυμα ήταν και η τσουκνόμπολκα, επίσης από κοζά και δεν είχε κουκούλα. Τη φόραγαν στο καφενείο, στις επισκέψεις, μπορεί και στην εκκλησία. Κάλυπτε το σώμα όπως ένα σημερινό ημίπαλτο.Του φίλου μου Ilias Spyropoulos

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *